συγγενής

συγγενής
συγγενής, ές (σύν, γένος)
belonging to the same extended family or clan, related, akin to (Pind., Thu. et al.; also Ath., R. 20 p. 73, 17 τὸ συγγενές) in our lit. only subst. In the sing., masc. (Jos., Vi. 177; Just., A I, 27, 3) J 18:26 and fem. (Menand., Fgm. 929 K.=345 Kö.; Jos., Ant. 8, 249) Lk 1:36 v.l. (for συγγενίς). Predom. pl. (also Demetr.: 722, 1, 13 and 18 Jac.) οἱ συγγενεῖς (the dat. of this form, made on the analogy of γονεῖς … γονεῦσιν, is συγγενεῦσιν [a Pisidian ins: JHS 22, 1902, p. 358 no. 118; 1 Macc 10:89 v.l.] Mk 6:4; Lk 2:44 [both passages have συγγενέσιν as v.l., the form in Diod S 1, 92, 1; OGI 177, 7: 97/96 B.C.; UPZ 161, 21: 119 B.C.; PTebt 61, 79; 1 Macc 10:89; Jos., Vi. 81, Ant. 16, 382]; B-D-F §47, 4; W-S. §9, 9; Mlt-H. 138; Thackeray 153) Lk 2:44; 21:16. W. gen. (B-D-F §194, 2) Mk 6:4; Lk 1:58; 14:12; Ac 10:24.
belonging to the same people group, compatriot, kin, ext. of 1 (Jos., Bell. 7, 262, Ant. 12, 338) οἱ συγγενεῖς μου κατὰ σάρκα Ro 9:3 (of Andronicus and Junia; on the latter s. Ἰουνία and EEpp, in Handbook to Exegesis of the NT, ed. SPorter ’97, 49f); cp. 16:7, 11, 21.—B. 132. DELG s.v. γίγνομαι. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγγενής — congenital masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • συγγενῆς — συγγενεύς masc nom pl συγγενεύς masc nom/voc pl συγγενής congenital masc/fem acc pl (attic epic doric) συγγενής congenital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει δεσμό εξ αίματος ή επιγαμίας, με κάποιον: Είμαστε στενοί συγγενείς. 2. παρόμοιος, παρεμφερής: Αυτές οι δύο γλώσσες είναι συγγενείς. 3. σύμφυτος, αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Συγγενής νόσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγενέστερον — συγγενής congenital adverbial comp συγγενής congenital masc acc comp sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ξυγγενής — συγγενής , συγγενής congenital masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενεστάτων — συγγενής congenital fem gen superl pl συγγενής congenital masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενεστέρων — συγγενής congenital fem gen comp pl συγγενής congenital masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενᾶ — συγγενής congenital neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) συγγενής congenital masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενές — συγγενής congenital masc/fem voc sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”